Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιρουνιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιρουνιάζω [pirunázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. πιάνω, τσιμπώ κτ. με πιρούνι. 2. (μτφ.) περονιάζω.

[πιρούν(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες