Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιρουέτα η [piruéta] Ο25 : χορευτική φιγούρα κατά την οποία ο χορευτής εκτελεί μια πλήρη επί τόπου περιστροφή, με το σώμα στηριγμένο στο ένα πόδι, ενώ τα χέρια, το κεφάλι και το άλλο πόδι δίνουν τη φορά στην κίνηση: H χορεύτρια / η μπαλαρίνα εκτέλεσε μερικές εντυπωσιακές πιρουέτες.
[ιταλ. piruetta < γαλλ. pirouette]