Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιπιλίζω [pipilízo] Ρ2.1α & πιπιλάω [pipiláo] Ρ10.1α : 1. γλείφω κτ. με τα χείλη και με τη γλώσσα και σιγά σιγά το λιώνω: ~ μια καραμέλα / ένα χάπι / ένα κομμάτι σοκολάτα. 2. βυζαίνω: ~ το δάχτυλό μου. 3. (μτφ.) αναφέρομαι επανειλημμένα, επίμονα, κουραστικά σε κτ.: Πιπιλίζουν την καραμέλα της Mεγάλης Iδέας. Πιπιλίζει παλιές, φθαρμένες ιδέες. (έκφρ.) ~ το μυαλό κάποιου, τον κουράζω, τον ζαλίζω με φλυαρίες, επίμονες επαναλήψεις κτλ.
[μσν. πιπιλίζω < (;)· πιπιλ(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. πιπιλισ-]