Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιπίλισμα το [pipílizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πιπιλίζω. 1. το να γλείφει κάποιος κτ. με τα χείλη και με τη γλώσσα και να το λιώνει σιγά σιγά: Tο ~ μιας καραμέλας. 2. το βύζαγμα: Tο ~ του δάχτυλου. 3. (μτφ.) η επανειλημμένη, επίμονη, κουραστική αναφορά σε κτ.: Tο ~ του κομμουνιστικού κινδύνου.
[πιπιλισ- (πιπιλίζω) -μα]