Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιπίλα η [pipíla] Ο25 : 1. τεχνητή θηλή, από ελαστικό, που, ως υποκατάστατο της μητρικής, απασχολεί και ηρεμεί τα βρέφη: Παρόλο που μεγάλωσε, δεν άφησε την ~. || το ελαστικό επιστόμιο του μπιμπερό. 2. το πιπίλισμα. 3. (μτφ.) συχνά, επίμονα, κουραστικά επαναλαμβανόμενη αναφορά σε κτ.: H ~ της εθνικοφροσύνης / του από βορρά κινδύνου. ΦΡ κάνω κτ. ~, πιπιλίζω3.
[πιπιλ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]