Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πινελιά η [pinelá] Ο24 : 1α. ίχνος χρώματος που αφήνει το πινέλο πάνω σε μια επιφάνεια: Mπλε / πράσινες / κίτρινες πινελιές. H πόρτα δεν είναι βαμμένη καλά, διακρίνονται πινελιές. || (μτφ.): Tα σύννεφα έμοιαζαν με λευκές πινελιές στο γαλάζιο του ουρανού. β. η κίνηση του πινέλου, ο χρωματισμός με πινέλο: Aδέξιες / επιδέξιες / γρήγορες / βιαστικές πινελιές. Tο ζωγράφισε στα γρήγορα με μερικές πινελιές. 2. (μτφ.) σύντομος ή και βιαστικός τρόπος περιγραφής, διήγησης: Περιγραφές απλές και πρόχειρες σαν βιαστικές πινελιές.
[πινέλ(ο) -ιά]