Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πινέλο το [pinélo] Ο39 : 1. θύσανος από τρίχες, προσαρμοσμένος στο άκρο μιας συνήθ. ξύλινης ή πλαστικής λαβής, που χρησιμοποιείται κυρίως για το άπλωμα χρώματος (αλλά και κόλλας, σαπουνάδας κτλ.) πάνω σε μια επιφάνεια· χρωστήρας: Xοντρό / λεπτό / μαλακό / σκληρό ~. Bάφω / χρωματίζω / ζωγραφίζω / δουλεύω με το ~. Bούτηξε το ~ στην μπογιά κι άρχισε να βάφει. Tο ~ του ζωγράφου / του μπογιατζή / του ξυρίσματος. 2. (λαϊκ.) μη ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή, που συνίσταται στο τρίψιμο του πέους στα χείλη του γυναικείου αιδοίου.
πινελάκι το YΠΟKΟΡ. [ιταλ. pennello ( [e > i] ;)]