Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πινέζα η [pinéza] Ο25 : 1. είδος κοντού και λεπτού καρφιού με πολύ πλατύ κεφάλι, που χρησιμοποιείται για την πρόχειρη στερέωση χαρτιού, υφάσματος κτλ. επάνω σε ξύλο, τοίχο κτλ.: ~ με χρωματιστό κεφάλι. H φωτο γραφία ήταν καρφωμένη / πιασμένη με πινέζες στον τοίχο. 2. (μτφ., προφ.) πολύ κοντός άνθρωπος, τάπα: Φύγε από δω ρε ~!
πινεζούλα η YΠΟKΟΡ. [γαλλ. punais(e) -α· πινέζ(α) -ούλα]