Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πινάκιο το [pinákio] Ο40 : I. κατάλογος των υποθέσεων που εκδικάζονται σ΄ ένα δικαστήριο, αντίγραφο του οποίου αναρτάται έξω από την αίθουσα σε κάθε δικάσιμο. II. (λόγ.) πιάτο, συνήθ. στην έκφραση αντί πινα κίου φακής*.
[λόγ.: II: αρχ. πινάκιον (υποκορ. του πίναξ)· Ι: ελνστ. σημ.]