Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πινάκιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πινάκιο το [pinákio] Ο40 : I. κατάλογος των υποθέσεων που εκδικάζονται σ΄ ένα δικαστήριο, αντίγραφο του οποίου αναρτάται έξω από την αίθουσα σε κάθε δικάσιμο. II. (λόγ.) πιάτο, συνήθ. στην έκφραση αντί πινα κίου φακής*.

[λόγ.: II: αρχ. πινάκιον (υποκορ. του πίναξ)· Ι: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες