Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πινάκι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πινάκι το [pináki] Ο44 : (λαϊκότρ.) πιάτο από ξύλο ή από πηλό.

[αρχ. πινάκιον (υποκορ. του πίναξ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πινακίδα η [pinakíδa] Ο26 : επίπεδη, ορθογώνια συνήθ. πλάκα, που φέρει επιγραφή ενημερωτικού ή προειδοποιητικού περιεχομένου· ταμπέλα: Έξω από την πόρτα υπήρχε μια ~ με το όνομά του. Mια ~ πληροφορούσε τον κόσμο ότι η θάλασσα είναι μολυσμένη. Yπάρχουν πινακίδες που απαγορεύουν το άναμμα φωτιάς στο δάσος. || Πινακίδες κυκλοφορίας (οχημάτων), μεταλλική πλάκα με τα διακριτικά νούμερα των οχημάτων: Tου αφαίρεσαν τις πινακίδες για παράνομο παρκάρισμα. || Πινακίδες σήμανσης, ειδικές μεταλλικές ταμπέλες (κυρ. στρογγυλές ή τριγωνικές), που ρυθμίζουν την κυκλοφορία των οχημάτων.

[λόγ. < ελνστ. πινακίς, αιτ. -ίδα, αρχ. σημ.: `μικρή πινακίδα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πινάκιο το [pinákio] Ο40 : I. κατάλογος των υποθέσεων που εκδικάζονται σ΄ ένα δικαστήριο, αντίγραφο του οποίου αναρτάται έξω από την αίθουσα σε κάθε δικάσιμο. II. (λόγ.) πιάτο, συνήθ. στην έκφραση αντί πινα κίου φακής*.

[λόγ.: II: αρχ. πινάκιον (υποκορ. του πίναξ)· Ι: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες