Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιλοτικός -ή -ό [pilotikós] Ε1 : που εφαρμόζεται δοκιμαστικά σε περιορισμένη κλίμακα με σκοπό να διαπιστωθεί η πληρότητά του, η δυνατότητα βελτίωσης και συμπλήρωσής του: Πιλοτική εφαρμογή ενός προγράμματος / μιας νέας μεθόδου. Εκατοντάδες νέοι δήλωσαν συμμετοχή στα νέα πιλοτικά προγράμματα του δήμου που στοχεύουν στη μείωση της ανεργίας.
πιλοτικά ΕΠIΡΡ: Οι νέες μέθοδοι διδασκαλίας θα εφαρμοστούν ~ σε είκοσι σχολεία της πρωτεύουσας και της επαρχίας. [λόγ. πιλότ(ος) -ικός μτφρδ. αγγλ. pilot project]