Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιλοτή η [pilotí] Ο29 : ελεύθερος χώρος, που σχηματίζεται στο ισόγειο ενός κτιρίου από τις κολόνες που το συγκρατούν: H ~ χρησιμοποιείται συνήθως ως χώρος παρκαρίσματος.
[λόγ. < γαλλ. pilotis (αρσ.) μεταπλ. σε θηλ. κατά τα άλλα ουσ. σε -η παρετυμ. πύλ(η) -ωτή, θηλ. του -ωτός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιλοτήριο το [pilotírio] Ο40 : ο χώρος του αεροσκάφους στον οποίο βρίσκονται τα όργανα οδηγήσεως· η καμπίνα του πιλότου.
[λόγ. πιλό(τος) -τήριον]