Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιλάτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιλάτος ο [pilátos] Ο18 : χαρακτηρισμός προσώπου που δεν αναλαμβάνει, που αποποιείται τις ευθύνες του (όπως ο Ρωμαίος Πόντιος Πιλάτος).

[ελνστ. Πιλᾶτος < λατ. όν. Ρ. Ρilatus]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες