Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικρόχολος -η -ο [pikróxolos] Ε5 : που είναι γεμάτος κακία, οξύς, δηκτικός, φαρμακερός: Έκανε ένα πικρόχολο σχόλιο.
πικρόχολα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. πικρόχολος]