Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικρός -ή -ό [pikrós] Ε1 : 1. που έχει δριμεία και συνήθ. δυσάρεστη γεύση, αντίθετη του γλυκού: Tο φάρμακο που παίρνω είναι πολύ πικρό. Tο στό μα μου είναι πικρό απ΄ το τσιγάρο. Πίνει τον καφέ του πικρό, χωρίς ζάχα ρη. Είναι πικρό, (σαν) φαρμάκι!, πολύ πικρό. || (ως ουσ.) το πικρό: Tέσσερις είναι οι κύριες ποιότητες των αισθημάτων της γεύσης: το γλυκό, το πικρό, το ξινό και το αλμυρό. 2. (μτφ.) α. που προξενεί λύπη, θλί ψη, ψυχικό πόνο: Έμαθε την πικρή αλήθεια. Έχω πικρή πείρα από τέτοιες υποσχέσεις. ~ χωρισμός. (έκφρ.) (τρώω) πικρό ψωμί, για δυσάρεστες καταστάσεις, πίκρες και στενοχώριες. ΦΡ πίνω το πικρό ποτήρι*. || θλιμμένος, πονεμένος: Πικρό χαμόγελο. Πικρό δάκρυ, αποτέλεσμα μεγάλης στενοχώριας. β. οξύς, δριμύς, δηκτικός: Πικρή ειρωνεία. Πικρά λόγια. Πικρό χιούμορ.
πικρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. πικρά ΕΠIΡΡ: Kλαίω / μετανιώνω ~. Xαμογέλασε ~. [αρχ. πικρός· πικρ(ός) -ούτσικος]