Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πικρο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικρο- [pikro] & πικρό- [pikró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & πικρ- [pikr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθε τικό: I. έχει πικρή γεύση: ~μάρουλο, πικρόμηλο, πικρόχορτο· πικρόγλυκος. || στην κοινή ονομασία ποικιλίας του φυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: πικραγγουριά, πικραμυγδαλιά, ~δάφνη, πικραμύγδαλο, πικραμυγδαλέλαιο. II. συνδέεται με την έννοια της πίκρας, της στενοχώριας: ~αίματος, πικρόχαρος· πικρόγλωσσος, γι΄ αυτόν που με πικρά λόγια προκαλεί ή υφίσταται θλίψη. || για την πίκρα του θανάτου: ~θάλασσα, ~κυματούσα. III. (επιστ.) ~μερίτης, ~τοξίνη.

[I, II: αρχ. πικρο- θ. του επιθ. πικρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. πικρό-γλωσσος `με πικρά λόγια΄· ΙΙΙ: λόγ. < διεθ. picr(o)- < αρχ. πικρ(ο)-: πικρ-ικό (οξύ) < γαλλ. picrique]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικροδάφνη η [pikroδáfni] Ο30 : δενδρώδης θάμνος, που καλλιεργείται ως διακοσμητικό φυτό ανοιχτών χώρων· ροδοδάφνη: Φύτεψαν πικροδάφνες στον παραλιακό δρόμο.

[μσν. πικροδάφνη < πικρο- + δάφνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικρός -ή -ό [pikrós] Ε1 : 1. που έχει δριμεία και συνήθ. δυσάρεστη γεύση, αντίθετη του γλυκού: Tο φάρμακο που παίρνω είναι πολύ πικρό. Tο στό μα μου είναι πικρό απ΄ το τσιγάρο. Πίνει τον καφέ του πικρό, χωρίς ζάχα ρη. Είναι πικρό, (σαν) φαρμάκι!, πολύ πικρό. || (ως ουσ.) το πικρό: Tέσσερις είναι οι κύριες ποιότητες των αισθημάτων της γεύσης: το γλυκό, το πικρό, το ξινό και το αλμυρό. 2. (μτφ.) α. που προξενεί λύπη, θλί ψη, ψυχικό πόνο: Έμαθε την πικρή αλήθεια. Έχω πικρή πείρα από τέτοιες υποσχέσεις. ~ χωρισμός. (έκφρ.) (τρώω) πικρό ψωμί, για δυσάρεστες καταστάσεις, πίκρες και στενοχώριες. ΦΡ πίνω το πικρό ποτήρι*. || θλιμμένος, πονεμένος: Πικρό χαμόγελο. Πικρό δάκρυ, αποτέλεσμα μεγάλης στενοχώριας. β. οξύς, δριμύς, δηκτικός: Πικρή ειρωνεία. Πικρά λόγια. Πικρό χιούμορ. πικρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. πικρά ΕΠIΡΡ: Kλαίω / μετανιώνω ~. Xαμογέλασε ~.

[αρχ. πικρός· πικρ(ός) -ούτσικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικρόχολος -η -ο [pikróxolos] Ε5 : που είναι γεμάτος κακία, οξύς, δηκτικός, φαρμακερός: Έκανε ένα πικρόχολο σχόλιο. πικρόχολα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πικρόχολος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες