Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικραμένος -η -ο [pikraménos] Ε3 μππ. του πικραίνω : που τον έχουν πικράνει· πολύ στενοχωρημένος, λυπημένος, δυσαρεστημένος (λόγω απογοήτευσης, αισθήματος αδικίας κτλ.): ~ άνθρωπος. Πικραμένη μάνα. Είμαι πολύ ~ μαζί σου. || Πικραμένα χείλη, τα χείλη ενός πικραμένου ανθρώπου. || (ως ουσ.) ο πικραμένος. (έκφρ.) θα γελάσουν και οι πικραμένοι ή θα γελάσει ο κάθε ~, αυτό που θα συμβεί ή θα ειπωθεί, θα είναι πολύ αστείο ή γελοίο.
πικραμένα ΕΠIΡΡ. [μππ. του πικραίνω]