Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πικραμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικραμένος -η -ο [pikraménos] Ε3 μππ. του πικραίνω : που τον έχουν πικράνει· πολύ στενοχωρημένος, λυπημένος, δυσαρεστημένος (λόγω απογοήτευσης, αισθήματος αδικίας κτλ.): ~ άνθρωπος. Πικραμένη μάνα. Είμαι πολύ ~ μαζί σου. || Πικραμένα χείλη, τα χείλη ενός πικραμένου ανθρώπου. || (ως ουσ.) ο πικραμένος. (έκφρ.) θα γελάσουν και οι πικραμένοι ή θα γελάσει ο κάθε ~, αυτό που θα συμβεί ή θα ειπωθεί, θα είναι πολύ αστείο ή γελοίο. πικραμένα ΕΠIΡΡ.

[μππ. του πικραίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες