Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικραίνω [pikréno] -ομαι Ρ7.1 μππ. πικραμένος* : 1. δυσαρεστώ, στενοχωρώ, λυπώ κπ. πολύ: Mε πίκρανε πολύ μ΄ αυτά που μου είπε. Πικράθη κα από τη συμπεριφορά της. ~ τους γονείς μου. 2. (παθ.) νιώθω τη γεύση του πικρού: Έφαγα κάτι και πικράθηκα.
[αρχ. πικραίνω]