Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικρία η [pikría] Ο25 : η πίκρα2: Οι άδικες κατηγορίες τού δημιούργησαν αισθήματα πικρίας. Ένιωσε ~ για τον παραγκωνισμό του στην υπηρεσία.
[λόγ. < αρχ. πικρία]