Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικάρω [pikáro] -ομαι Ρ6 : ερεθίζω, εξοργίζω κπ. με λόγια ή με ενέργειες, προκαλώ την οργή, το θυμό κάποιου: Προσπάθησε να την πικάρει. Kατάλαβα πως ήταν πικαρισμένος.
[ιταλ. piccar(e) -ω]