Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικάντικος -η -ο [pikándikos] Ε5 : 1. (για γεύση) ευχάριστα έντονος, ερεθιστικός και, τελικά, νόστιμος: Tα μπαχαρικά και το ξίδι δίνουν μια γεύση πικάντικη. Πικάντικη σάλτσα / μουστάρδα. Πικάντικοι μεζέδες. || (ως ουσ.) η πικάντικη, είδος σαλάτας, η πολίτικη. 2. (μτφ.) τολμηρός, ερεθιστικός και ελαφρά απρεπής: Tους διηγήθηκε πικάντικες ιστορίες / λεπτομέρειες.
[ιταλ. piccant(e) -ικος]