Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιθηκοειδής -ής -ές [piθikoiδís] Ε10 : 1. που μοιάζει με πίθηκο, πιθηκόμορφος. 2. (ζωολ.) που ανήκει στην τάξη των πιθήκων.
[λόγ.: 1: αρχ. πιθηκοειδής· 2: σημδ. γαλλ. simien]