Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιθηκίζω [piθikízo] Ρ2.1α : μιμούμαι, αντιγράφω άκριτα, τυφλά και συνήθ. αδέξια κπ. ή κτ.· μαϊμουδίζω: Tα παιδιά πιθηκίζουν τη συμπεριφορά των μεγάλων. Οι Nεοέλληνες πιθηκίζουν ξένα πρότυπα.
[λόγ. < αρχ. πιθηκίζω `συμπεριφέρομαι κολακευτικά σαν πίθηκος΄ σημδ. γαλλ. singer]