Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιεζοηλεκτρικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιεζοηλεκτρικός -ή -ό [piezoilektrikós] Ε1 : που αναφέρεται στον πιεζοηλεκτρισμό: Πιεζοηλεκτρικοί κρύσταλλοι. Πιεζοηλεκτρικά στοιχεία.

[λόγ. < διεθ. piezo- < αρχ. πιέζ(ω) -ο- + electric = ηλεκτρικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες