Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιγκουίνος ο [piŋguínos] Ο18 : πτηνό των πολικών περιοχών με ογκώδες σώμα, με ατροφικά φτερά και με πόδια που τα χρησιμοποιεί ως κουπιά, όταν κολυμπάει· βαδίζει σε όρθια στάση και το χρώμα του είναι συνήθ. μαύρο και (στην κοιλιά) λευκό: Οι πιγκουίνοι δεν μπορούν να πετάξουν, κολυμπούν όμως ταχύτατα.
πιγκουινάκι το YΠΟKΟΡ. [ιταλ. pinguino -ς < γαλλ. pingouin < αγγλ. penguin]