Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιατίνι το [pxatíni] Ο44 : (μουσ.) κρουστό όργανο (ορει)χάλκινο και σε σχήμα πιάτου, που ανήκει στο σύνολο των οργάνων των ντραμς.
[ιταλ. piattino (αρσ. υποκορ. της λ. piatto = πιάτο), πληθ. piattini που θεωρήθηκε ουδ. εν.]