Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιατέλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιατέλα η [pxatéla] Ο25 : μεγάλο πιάτο, πλατύ και ρηχό, στρογγυλού ή ελλειψοειδούς σχήματος για σερβίρισμα φαγητών: Tα φαγητά έρχονταν στο τραπέζι μέσα σε πιατέλες. πιατελίτσα η YΠΟKΟΡ.

[πιατέλ(ο) < ιταλ. piattello `μικρό πιάτο΄ μεγεθ. -α· πιατέλ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες