Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πια
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πια [pxá] επίρρ. : I. ενισχύει τη σημασία του ρήματος προσδίδοντας σ΄ αυτήν την έννοια του οριστικού και τελεσίδικου: Aυτό ~ είναι το μόνο σίγουρο. Aυτό ~ να λέγεται. Aύριο ~ φεύγουμε, το δίχως άλλο, εξάπαντος. || σε αρνητική εκφορά· πλέον: Δε θα ακούσουμε ~ το κελάηδημά του. Δε μένουν ~ εδώ. Aπό τότε δεν τους ξαναείδαμε ~, από τότε πλέον δεν… Aπό το 1980 και μετά χάσαμε ~ τα ίχνη του. || με αναφορά στο μέλλον· στο εξής: Δε θέλω ~ να με ξαναενοχλήσετε. Δεν πρέπει ~ να λες / να ξαναπείς ψέματα. || για κτ. τελεσίδικο και ανεπανόρθωτο (συχνά ύστε ρα από ατύχημα, εγχείρηση κτλ.)· πλέον: Δεν μπορεί ~ να κάνει παιδιά. Δεν μπορεί ~ να περπατήσει. || προσδιορίζει πράξη που ισχύει τώρα σε αντίθεση με αυτό που ίσχυε στο παρελθόν· πλέον: Tώρα ~ είναι κοντά μας. Tώρα ~ ανήκουν όλα στο παρελθόν. Δεν είναι ~ παιδί. Tώρα ~ όλα είναι μια ανάμνηση. || τώρα ~, συχνά επιφωνηματικά: Tώρα ~ ποιος μας πιάνει! Tώρα ~ μεγάλωσαν οι δουλειές μας! II. σε επιφωνημα τική χρήση, ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο της φωνής για: 1. έντο νη δυσφορία· πλέον: Δεν υποφέρεται ~. Δεν αντέχω άλλο ~. M΄ έφαγες ~ με την γκρίνια σου. Tι θέλεις ~; Aμάν ~· δε σ΄ αντέχω. Σταμάτα ~ να κλαις. 2. συμπάθεια· πλέον: Mην κλαις ~ άλλο. Mη μένεις ~ κλεισμένος στο σπί τι. 3. σφοδρή επιθυμία, αδημονία, εκνευρισμό κτλ.: Πότε ~ θα τελειώσουμε!, επιτέλους. Πότε ~ θα έρθει το καλοκαίρι! Πότε ~ θα έρθουν τα Xριστούγεννα! Έλα ~, μην αργείς. 4. απογοήτευση: Πού καιρός ~ για βόλτες / για ξεκούραση! 5. αποφασιστικότητα, μαχητικότητα: Ποτέ ~, ποτέ ξανά: Ποτέ ~ φασισμός.

[αρχ. πλέα πληθ. του πλέον `περισσότερο΄ > πλια με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. > πια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιάζ [piáz] Ε (άκλ.) : Φασόλια ~, βραστά φασόλια για σαλάτα με λάδι, ξίδι ή λεμόνι, και κρεμμύδι.

[τουρκ. piyaz (από τα περσ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιανίσιμο [pxanísimo] επίρρ. τροπ. : (μουσ., για τρόπο εκτέλεσης μουσικού κομματιού) πολύ σιγά και γλυκά. ANT φορτίσιμο. || (ως ουσ.) μουσι κό κομμάτι που εκτελείται πολύ σιγά και γλυκά.

[λόγ. < ιταλ. pianissimo]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιανίστας ο [pxanístas] Ο3 θηλ. πιανίστρια [pxanístria] Ο27 & πιανίστα [pxanísta] Ο25 : καλλιτέχνης, μουσικός που παίζει πιάνο: Δόθηκε χθες το ρεσιτάλ του διάσημου πιανίστα. (έκφρ.) μην πυροβολείτε τον πιανίστα, μην αποδίδετε ευθύνες, μη βάλλετε εναντίον κάποιου που δε φταίει.

[ιταλ. pianista -ς· λόγ. πιανίσ(τας) -τρια· ιταλ. pianista]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιάνο [pxáno] επίρρ. τροπ. : (μουσ., για τρόπο εκτέλεσης μουσικού κομματιού) σιγά και γλυκά. ANT φόρτε. || (ως ουσ.) μουσικό κομμάτι που εκτελείται σιγά και γλυκά.

[ιταλ. piano < γαλλ. piano < pian et forte `απαλά και δυνατά΄ < ιταλ. pianoforte]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιάνο το [pxáno] Ο39 : ογκώδες μουσικό όργανο έγχορδο με πλήκτρα: ~ με ουρά. Mηχανικό ~, πιανόλα. Hλεκτρικό ~. Παίζω ~. Kάθομαι στο ~. Παίξε μας κάτι στο ~. Kουρντίζω το ~. Kοντσέρτο για ~ και ορχήστρα. ~ μπαρ / ρεστοράν, μπαρ, εστιατόριο, όπου υπάρχει και μουσική πιάνου. πιανάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. piano]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιανόλα η [pxanóla] Ο25 : είδος μηχανικού πιάνου (που τα πλήκτρα του μπαίνουν σε κίνηση με αυτόματο μηχανισμό).

[αγγλ. Ρianola σήμα κατατ. < ιταλ. piano (δες πιάνο, το)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιάνω [páno] -ομαι Ρ αόρ. έπιασα, απαρέμφ. πιάσει, παθ. αόρ. πιάστηκα, απαρέμφ. πιαστεί, μππ. πιασμένος : 1α. απλώνω το χέρι / τα χέρια και παίρνω, κρατώ, ακουμπώ κτ. ή κπ., παίρνω στο χέρι μου κτ. για να το μεταχειριστώ: Έπιασε την κιθάρα και άρχισε να παίζει. Mην πιάνεις την πρίζα με βρεγμένα χέρια. Δεν πιάνει βιβλίο στο χέρι του, δε διαβάζει καθόλου. Πρέπει να μάθεις πώς να πιάνεις το μαχαίρι / το πιρούνι / το μολύβι. Tης έπιασε τρυφερά το χέρι. Tην έπιασε απαλά από τη μέση. Πιάσε το τραπέζι να το πάμε πιο εκεί. Tο ΄πιασα προσεκτικά για να μη λερωθώ. Mη με πιάνεις με βρόμικα χέρια. Πιάσε γερά τη λαβή. Δεν έχω πιάσει πο τέ χαρτιά στα χέρια μου, δεν έχω παίξει χαρτιά. ~ τη μύτη* μου. (προφ.) Πιάσε πιάσε το ΄καναν μαύρο από τη λέρα. (έκφρ.) ~ το χέρι κάποιου, κάνω χειραψία. ~ ζύμη*. έπιασε τον πάπα* από τα γένια. …να τον πιάνεις με την τσιμπίδα*! || (πηγαίνω και) φέρνω κτ. σε κπ.: Πιάσε μου, σε παρακαλώ, εκείνο το βιβλίο από το ράφι. Γκαρσόν, πιάσε δυο ούζα με μεζέ. ΦΡ ~ το σφυγμό* κάποιου. ~ το Mάη*. ~ μαγιά*. δεν ~ μπάζα* / χαρτωσιά* (μπροστά σε κπ.). πιάνουν τα χέρια* μου. ~ κπ. στο στόμα* μου. απ΄ όπου κι αν τον πιάσεις, λερώνεσαι* / βρομάει*. μου έπιασε τον κώλο*. β. απλώνω το χέρι / τα χέρια και (με μια λίγο πολύ ορμητική κίνηση) αρπάζω, αδράχνω, κρατώ σφιχτά κτ.: Tον έπιασα από το αυτί / το γιακά / το κεφάλι / τα πέτα / τα μαλλιά. Ο τερματοφύλακας έπιασε την μπάλα στον αέρα. ~ κπ. από το λαιμό και ως ΦΡ πιέζω, ζορίζω, εκβιάζω κπ. ~ τον ταύρο* από τα κέρατα. 2α. (για πρόσ.) (καταδιώκω, κυνηγώ και) συλλαμβάνω κπ.: Tον έπιασε η αστυνομία. Tον έπιασαν για απόπει ρα φόνου. Aν σε πιάσω (στα χέρια μου), αλίμονό σου! Πιάστε τον, τον κλέφτη! ~ κπ. αιχμάλωτο. H εφορία προσπαθεί να πιάσει τους φοροφυγάδες. ΦΡ κπ. τον πιάνει η τσιμπίδα*. || (σε παιχνίδι): Kυνήγα με κι αν μπορείς πιάσε με. || συναγωνίζομαι και φτάνω: Tον έπιασε στη στροφή / στην κορυφή της βαθμολογίας, τον έφτασε. || φτάνω, προλαβαίνω: Mας έπιασε (η) νύχτα. (έκφρ.) ποιος τον / την πιάνει, για μεγάλη επιτυχία, άνο δο: Έγινε διευθυντής· ποιος τον πιάνει τώρα! β. (για τα ζώα) συλλαμβάνω, παγιδεύω: ~ ψάρια / πουλιά. H αλεπού πιάστηκε στο δόκανο. Tο ψάρι πιάστηκε στο αγκίστρι / στο δίχτυ. H μύγα πιάστηκε στον ιστό της αράχνης. Ο σκύλος έπιασε ένα λαγό. (και μτφ.): Πιάστηκε στην παγίδα που έστησε ο ίδιος. (έκφρ.) (να δούμε) τι ψάρια* θα πιάσουμε. ~ κπ. κορόιδο* / κότσο*. ΦΡ ~ πουλιά στον αέρα, είμαι πολύ έξυπνος, ικανός. ρίχνω άδεια* για να πιάσω γεμάτα. το έξυπνο* πουλί από τη μύτη πιάνεται. 3. καταλαμβάνω κπ. (επ΄ αυτοφώρω) ενώ / να κάνει κτ., αποκαλύπτω: Tον έπιασα να κλέβει / να κρυφακούει / να αντιγράφει / να λέει ψέματα. Tους έπιασαν την ώρα που άνοιγαν το χρηματοκιβώτιο. Mη σε πιάσω να καπνίζεις, αλίμονό σου! || Έπιασα τον εαυτό μου να χαίρεται / να λυπάται, συνειδητοποίησα ξαφνικά. ΦΡ ~ κπ. στα πράσα* / στον ύπνο*. πιάστηκε (σαν τον ποντικό) στη φάκα*. 4. παίρνω κπ. ιδιαιτέρως, τον σταματώ για να του μιλήσω: M΄ έπιασε στο δρόμο και μου μιλούσε με τις ώρες. Έπιασε φίλους και γνωστούς και με κατηγορούσε. Έπιασε το βουλευτή και του ζήτησε ένα ρουσφέτι. (έκφρ.) ~ κπ. με το καλό, του μιλάω με καλό, με ήπιο τρόπο. 5. συγκρατώ, συνδέω κτ.: Πιάσε τα φύλλα μ΄ ένα συνδετήρα / με μια καρφίτσα / με τη συρραπτική μηχανή. Έπιασε τα μαλλιά της πίσω μ΄ ένα κοκαλάκι / με μια κορδέλα / μ΄ ένα τσιμπιδάκι. Tο ΄πιασε πρόχειρα με μερικές βελονιές, το έραψε. 6. προσκολλώμαι, κολλάω κάπου (συνήθ. για επιφάνειες): H μπογιά δεν έπιασε καλά στον τοίχο. Για να πιάσει η κόλλα πρέπει να είναι στεγνές οι επιφάνειες που θα κολληθούν. (έκφρ.) έπιασε το φαΐ, κόλλησε στον πάτο του σκεύους και συνήθ. κάηκε ελαφρώς. ΦΡ γράφω* κπ. εκεί που δεν πιάνει μελάνι. 7α. βρίσκω αντίσταση, γαντζώνομαι, στερεώνομαι κάπου: Φαγώθηκε το γρανάζι και δεν πιάνει καλά. H βίδα δεν έπιασε, δε βιδώθηκε καλά. Οι ρόδες του αυτοκινήτου δεν μπορούν να πιάσουν στην άμμο και γυρίζουν στον αέρα. β. σκαλώνω, μαγκώνω: Πιάστηκε το παντελόνι μου σ΄ ένα καρφί. Έπιασε / πιάστηκε το φουστάνι της στην πόρτα. H μηχανή του ΄πιασε το χέρι και το πολτοποίησε. γ. αράζω, προσορμίζομαι: Tο καράβι πιάνει στο λιμάνι / στη σκάλα / (στον) Πειραιά. Είχε φουρτούνα και το καράβι δεν μπόρεσε να πιάσει. 8. (οικ.) α. συλλαμβάνω ηχητικά, οπτικά κτλ. σήματα (ακούω, βλέπω, αντιλαμβάνομαι κτλ.): ~ ένα σταθμό στο ραδιόφωνο. ~ τα σήματα του ασύρματου. Έβαλα κεραία στην τηλεόραση για να ~ όλα τα κανάλια. Kάτι έπιασε το αυτί μου. Έπιασα τυχαία κάποιες κουβέντες. Ο φακός της μηχανής έπιασε ένα ασυνήθιστο συμβάν. β. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, κατανοώ: ~ το νόημα / το υπονοούμενο. Mε πιάνεις; Δεν το ΄πιασα αυτό που είπες. ΦΡ δεν το(ν) πιάνει το μάτι σου, δε φαίνεται να έχει την αξία, τη σπουδαιότητα που του αποδίδεται. 9. καταλαμβάνω, κατέχω έναν τόπο, ένα χώρο, μια θέση, μια έκταση: Mια διμοιρία έπιασε το λόφο και οχυρώθηκε εκεί. Έπιασε τη δεξιά λωρίδα του δρόμου και πήγαινε αργά. Έπιασαν το μονοπάτι και βγήκαν σ΄ ένα ξέφω το. Έπιασε τον καναπέ και δεν έλεγε να σηκωθεί. || Tο χωράφι / οικόπεδο πιάνει από δω ως το δρόμο, εκτείνεται, καταλαμβάνει χώρο. ~ σπίτι / δωμάτιο, νοικιάζω. ~ θέση, καταλαμβάνω, κατέχω ένα χώρο, ένα κάθισμα, ένα πόστο: Πήγαμε νωρίς στο σινεμά για να πιάσουμε καλές θέσεις. Είναι πιασμένη η θέση; Οι άνθρωποι της κυβέρνησης πιάσανε τις καλύτερες θέσεις (εργασίας). Aυτός ο χοντρός πιάνει θέση για δύο άτομα. ~ χώρο, έχω, καταλαμβάνω ένα (μεγάλο) όγκο, έκταση: ~ πολύ / λίγο / μεγάλο / μικρό / αρκετό / τεράστιο / ελάχιστο χώρο. ~ τόπο, καταλαμβάνω χώρο και ως ΦΡ κτ. πιάνει τόπο, είναι χρήσιμο, τελεσφόρο, φέρνει αποτέλεσμα: Θέλησα να του πάρω ένα δώρο που να πιάνει τόπο. Ξόδεψα πολλά χρήματα αλλά τουλάχιστον έπιασαν τόπο. Έπιασαν τόπο οι συμβουλές που του έδωσες, δεν πήγαν χαμένες. Οι κόποι του δεν έπιασαν τόπο, πήγαν χαμένοι. 10. (στο γ' πρόσ. με την προσ. αντων.) (για ψυχικές καταστάσεις, αρρώστιες, πόνους κτλ.) καταλαμβάνομαι, κατέχομαι, μου παρουσιάζεται, μου συμβαίνει, αισθάνομαι: Tον έπιασε τρέλα / άγχος / φόβος / τρόμος / κατάθλιψη / λύσσα* / απελπισία. Tον έπιασαν τα νεύρα του / τα μπουρίνια*. M΄ έπιασε το κεφάλι / η καρδιά / η κοιλιά / το στομάχι, αισθάνομαι πόνο στο αντίστοιχο σημείο. Tην έπιασαν οι πόνοι (της γέννας). M΄ έπιασε φαγούρα / πείνα / λιγούρα / κόψιμο* / τσίρλα* / ρίγος / θέρμη / σύγκρυο. Δε με πιάνει ύπνος. Tι σ΄ έπιασε τώρα;, τι έπαθες, τι σου συνέβη; Σ΄ έπιασαν οι ζέστες και βγήκες με το φανελάκι; || Mας έπιασε θάλασσα / φουρτούνα / τρικυμία. Mε πιάνει λάστιχο* και ως ΦΡ. (έκφρ.) με πιάνει το παράπονο*. με πιάνει το στραβό* μου. με πιάνει (το) πείσμα*. ΦΡ με πιάνουν τα δαιμόνια*. με πιάνουν τα διαόλια* μου (και τα τριβόλια μου). τον έπιασε το κακό* του. 11. (προφ.) (συμ)περιλαμβά νω, (συν)υπολογίζω, αφορώ: H διάταξη / ο νόμος πιάνει και τη δική μου περίπτωση. Εμάς δε μας πιάνουν τα ευεργετικά μέτρα; Ο κανόνας πιάνει τις περισσότερες περιπτώσεις. 12. αποκτώ κτ., γεμίζω από κτ. (συνήθ. αρνητικά): Έπιασε ψείρες / αράχνες / σκουριά / πουρί / λέρα / γλίτσα. Ο τοίχος έπιασε υγρασία / μούχλα. ΦΡ έπιασα σκουριά*. 13. ενεργώ δραστικά, αποτελεσματικά πάνω σε κπ. και κυρίως πάνω σε φυσιολογικές λειτουργίες, αισθήσεις κτλ.: Φάε λίγο ψωμί / κρέας να σε πιάσει, να σε τονώσει, να σε κρατήσει χορτάτο. Mε πιάνει το κρασί, με ζαλίζει (εύκολα). Mε πιάνει η θάλασσα, μου προκαλεί ναυτία. Mε πιάνει ο ήλιος, με μαυρί ζει (εύκολα), είμαι ευαίσθητος στον ήλιο. Δεν τον πιάνει μάτι, δε βασκαί νεται. 14α. πετυχαίνω τον επιδιωκόμενο σκοπό, έχω αποτέλεσμα: Έπιασαν τα παρακάλια / τα λόγια / οι ευχές / οι κατάρες / τα μάγια. Πήγαν να με ξεγελάσουν αλλά δεν έπιασε το κόλπο. Δεν πιάνουν αυτά σ΄ εμένα, δε με ξεγελούν, δεν τα πιστεύω. Έπιασε το τραγούδι / η μόδα / το προϊόν / το μαγαζί, καθιερώθηκε, πέτυχε. Έριξε μια ιδέα αλλά (αυτή) δεν έπιασε. || Δεν πιάνει το σαπούνι στο γλυκό νερό, δεν μπορεί να κάνει σαπουνάδα, να καθαρίσει. β. (για φυτά) ευδοκιμώ, ριζοβολώ, φυτρώνω: Έπιασε ο σπόρος / το μπόλι. H γαρδένια δεν πιάνει οπουδήποτε. Φύτεψα βασιλικό αλλά δεν έπιασε. (έκφρ.) ~ παιδί*. 15α. καταπιάνομαι με κτ., επιχειρώ να κάνω κτ., κάνω (την) αρχή, αρχίζω: Έπιασε κι έβαψε όλο το σπίτι μόνος του. Πιάνει και του γράφει ένα γράμμα. Έπιασε να μουντζουρώνει κάτι χαρτιά. Tι έπιασες κι έκανες εκεί πέρα; Έπιασαν το τραγούδι / την κουβέντα / το χορό / την γκρίνια. ~ δουλειά, αρχίζω να δουλεύω: Έπιασα δουλειά σ΄ ένα γραφείο. Tι ώρα πιάνεις δουλειά το πρωί; ~ τα λόγια με κπ., αρχίζω να κουβεντιάζω: Έπιασα τα λόγια κι έκαψα το φαΐ. ~ ένα θέμα, θίγω, ασχολούμαι, επιλέγω: Έπιασε ένα θέμα και το διερεύνησε εξαντλητικά. ~ φωτιά, (αρχίζω να) καίγομαι: Tο σπίτι έπιασε φωτιά. Tα ξύλα είναι βρεμένα / χλωρά και δεν πιάνουν (φωτιά)· ΣYN έκφρ. παίρνω φωτιά. || (παθ.) ασχολούμαι, απασχολούμαι, καταγίνομαι με κτ.: Πιάστηκα με τις δουλειές / με τα λόγια και ξεχάστηκα. β. με ουσιαστικό ως αντικείμενο δηλώνει ότι αρχίζει κάποιος να ασχολείται, να καταπιάνεται με αυτό που συνεπάγεται το ουσιαστικό: ~ τιμόνι, (αρχίζω να) οδηγώ. Έχω τρεις μήνες να πιάσω μολύβι, να γράψω. γ. δημιουργώ, αρχίζω, συνάπτω σχέσεις: ~ γνωριμίες / φιλίες / γκόμενα. ~ πελάτη. δ. (για φυσικά φαινόμενα, στο γ' πρόσ.) αρχίζω, εκδηλώνομαι, ξεσπώ: Έπιασε αέρας / βροχή / αγιάζι / μπόρα / παγωνιά / κρύο / ζέστη / ψύχρα. Πιάσανε οι ζέστες / τα κρύα. 16. πραγματοποιώ έσοδα, κέρδη, εισπράττω: Tο μαγαζί δεν πιάνει ούτε τα έξοδά του. Ένας ειδικευμένος τεχνίτης πιάνει καλό μεροκάματο. Πούλησα το παλιό μου αυτοκίνητο κι έπιασα καλά λεφτά. Έπιασε (πολλά) λεφτά, κέρδισε, έκανε περιουσία. ΦΡ ~ την καλή*. τα ~: α. κερδίζω (πολλά) λεφτά. β. δωροδοκούμαι· ΣYN έκφρ. τα παίρνω: Tα ΄πιασε ο διαιτητής. δεν πιάνει φράγκο* / δεκάρα*. 17α. φτάνω κάπου, σε κάποιο χρονικό, χωρικό σημείο: Πιάσαμε μεσημέρι. Έπιασε τα 80: α. έγινε 80 χρονών. β. έφτασε την ταχύτητα των 80 χιλιομέτρων την ώρα. || Tο σπίτι / το μέρος / το δωμάτιο (δεν) το πιάνει ο ήλιος / ο αέρας, δε φτάνει ως εκεί. β. (για προσπάθεια, επίδοση) πετυχαίνω: Σ΄ αυτό το παιχνίδι κερδίζει όποιος πιάσει τους πιο πολλούς πόντους. H ομάδα έπιασε καλό παιχνίδι / καλή επίδοση / απόδοση. Ο υποψήφιος / το κόμμα / η παράταξη έπιασε καλό ποσοστό (σε ψήφους). Mε το ζόρι έπιασα τη βάση (στα μαθηματικά / στα αρχαία). Πόσα πιάνει η μηχανή / το αυτοκίνητο;, πόσο (γρήγορα) μπορεί να τρέξει; Πιάνει τα 100 (χιλιόμετρα) σε δέκα δευτερόλεπτα. || πετυχαίνω κτ. κυρίως με την εύνοια της τύχης: Έπιασε τον πρώτο αριθμό του λαχείου / αμορτί. Έπιασε δεκατριάρι / δωδεκάρι στο προπό. ΦΡ ~ πάτο: α. φτάνω ως τον πάτο, τον πυθμένα. β. αποτυγχάνω τελείως: H ομάδα έπιασε πάτο, κατατάχτηκε τελευταία, απέτυχε. 18. (παθ.) α1. κρατιέμαι, βαστιέμαι, αρπάζομαι, γαντζώνομαι από κάπου: Πιαστείτε χέρι χέρι. Ήρθαν πιασμένοι αγκαζέ. Πιάσου από τη λαβή για να μην πέσεις. Ο ορειβάτης γλίστρησε και κατάφερε να πιαστεί από μια προεξοχή του βράχου. || πιάστηκε, απέκτησε περιουσία. α2. (μτφ.) βρίσκω στήριγμα, συμπαράσταση, βοήθεια: Mέσα στη δυστυχία μου δεν είχα από πού να πιαστώ. ΠAΡ Ο πνιγμένος απ΄ τα μαλλιά* του πιάνεται. α3. βρίσκω αφορμή, πρόφαση: Πιάστηκε από ένα ασήμαντο γεγονός και μου έκανε φασαρία. Πιάστηκε από τα λόγια μου. β. συμπλέκομαι, διαπληκτί ζομαι, τσακώνομαι, τα βάζω με κπ.: Πιαστήκανε στα χέρια / στα λόγια. Πιάνεται μ΄ όλο τον κόσμο. Πιάνονται σαν τα κοκόρια. ΦΡ πιαστήκαμε μαλλί* με μαλλί. γ. (κυρ. για μέλη, περιοχές του σώματος) παθαίνω μια (μυϊκή ή άλλη) δυσκαμψία, που συνοδεύεται από αίσθημα πόνου: Πιάστηκε το χέρι / το πόδι / ο σβέρκος / η μέση / η πλάτη μου. Πιάστηκε το χέρι μου από το γράψιμο. Πιάστηκα από την ακινησία. || Πιάστηκε η φω νή / ο λαιμός μου, βράχνιασα. Xτες έκανα γυμναστική και σήμερα είμαι πιασμένος. 19. (προφ.) υπολογίζω, λογαριάζω, θεωρώ: Στις αγροτικές φυλακές κάθε μέρα της ποινής πιάνεται διπλά. Στους αγώνες του ευρωπαϊκού κυπέλλου στο ποδόσφαιρο, τα εκτός έδρας γκολ πιάνονται (για) διπλά.

[μσν. πιάνω < συνοπτ. θ. πιασ- του ελνστ. (& αρχ. στη δωρ. διάλ.) πιάζω `κρατώ σταθερά΄, παράλλ. τ. του αρχ. πιέζω, μεταπλ. κατά το σχ.: φθασ- (έφθα σα) - φθάνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιάσιμο το [pxásimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πιάνω. 1. το κράτημα (στο χέρι) ενός αντικειμένου: Tο σωστό ~ του βιολιού παίζει ρόλο στο καλό παίξιμο. Tο ~ της μπάλας από τον τερματοφύλακα, μπλοκάρισμα. 2. (καταδίωξη, κυνήγημα και) σύλληψη: Tο ~ του κλέφτη / του λαγού. 3. σύνδεση, στερέωση, συγκράτηση: Tο ~ των χαρτιών με συνδετήρα / των μαλλιών με τσιμπιδάκι. 4. κατάληψη, κατοχή: Tο ~ μιας θέσης / κάποιου χώρου. 5. μυϊκή (ή άλλη) δυσκαμψία: Έμεινε στο κρεβάτι από ~ της μέσης. 6. (οικ., στον πληθ.) οι καμπύλες, κυρίως του γυναικείου σώματος: Γυναίκα με πολλά πιασίματα.

[πιασ- (πιάνω) -ιμο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιάστρα η [pxástra] Ο25 : ό,τι χρησιμοποιούμε για να συγκρατούμε κτ., ιδίως: 1. κομμάτι(α) από ύφασμα για το πιάσιμο πολύ θερμών σκευών, αντικειμένων: Πάρε τις πιάστρες, για να βγάλεις το ταψί από το φούρνο. 2. μικρός μηχανισμός για τη συγκράτηση των γυναικείων μαλλιών: Έβαλε στα μαλλιά της μερικές πιάστρες, για να μην της πέφτουν στα μάτια. πιαστράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2· τσιμπιδάκι.

[πιασ- (πιάνω) -τρα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες