Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιάτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιάτσα η [pxátsa] Ο25α : 1. χώρος όπου ασκούνται εμπορικές δραστηριότητες και κυρίως αγοραπωλησίες ειδών λιανικού εμπορίου· (πρβ. αγορά): Οι τιμές στην ~ είναι πεσμένες. Xάθηκαν τα λεμόνια από την ~, υπάρχει έλλειψη λεμονιών στην αγορά. || Στην ~ κυκλοφορούν φήμες για υποτίμηση, στη χρηματική αγορά. || (έκφρ.) χαλάω την ~: α. ρίχνω τις τιμές, κάνω αθέμιτο ανταγωνισμό: Πουλάει φτηνότερα και χαλάει την ~. β. (μτφ.) ενεργώ αντίθετα προς τα συμφέροντα μιας ομάδας στην οποία ανήκω κι εγώ: Mερικοί άντρες χαλάνε την ~, κάνουν π.χ. δουλειές που παραδοσιακά θεωρούνται γυναικείες (πλύσιμο πιάτων κτλ.) και κατηγορούνται ότι βλάπτουν έτσι τα ανδρικά συμφέροντα. 2. χώρος άσκησης ορισμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων: Ο τεχνίτης / ο δικηγόρος αυτός είναι ο καλύτερος στην ~, στον επαγγελματικό χώρο των τεχνιτών, των δικηγόρων. || ~ ταξί / τρικύκλων, χώρος όπου συνήθ. σταθμεύουν τα ξί, τρίκυκλα. (έκφρ.) άνθρωπος / παιδί της πιάτσας, ξύπνιος, που ξέρει και κινείται άνετα στο χώρο της αγοράς, των συναλλαγών. ΦΡ κάνω ~, (για πόρνες) εκδίδομαι. 3. (δημόσιος) χώρος άσκησης κοινωνικών δραστηριοτήτων: Kυκλοφορεί στην / χάθηκε από την ~, στον / από το δημόσιο, κοινωνικό χώρο όπου κυκλοφορούν, συχνάζουν, συναντώνται άτομα ή ομάδες. || (επέκτ.) το σύνολο των ατόμων ή των ομάδων που συχνάζουν, κυκλοφορούν, συναντώνται ή ασκούν τις εμπορικές ή / και επαγγελματικές τους δραστηριότητες στους παραπάνω χώρους: Tον ξέρει όλη η ~. Είναι γνωστός στην ~.

[αντδ. < ιταλ. piazza < λατ. platea `φαρδύς δρόμος πόλης΄ < ελνστ. πλατεῖα (ενν. ὁδός) ουσιαστικοπ. θηλ. αρχ. επιθ. πλατύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες