Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιάστρο το [pxástro] Ο39 : νομισματική μονάδα (ή υποδιαίρεση) διάφορων χωρών με διαφορετική (και πάντως μικρή) αξία.
[παλ. ιταλ. piastra θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]