Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιάστρα η [pxástra] Ο25 : ό,τι χρησιμοποιούμε για να συγκρατούμε κτ., ιδίως: 1. κομμάτι(α) από ύφασμα για το πιάσιμο πολύ θερμών σκευών, αντικειμένων: Πάρε τις πιάστρες, για να βγάλεις το ταψί από το φούρνο. 2. μικρός μηχανισμός για τη συγκράτηση των γυναικείων μαλλιών: Έβαλε στα μαλλιά της μερικές πιάστρες, για να μην της πέφτουν στα μάτια.
πιαστράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2· τσιμπιδάκι. [πιασ- (πιάνω) -τρα]