Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιάνο [pxáno] επίρρ. τροπ. : (μουσ., για τρόπο εκτέλεσης μουσικού κομματιού) σιγά και γλυκά. ANT φόρτε. || (ως ουσ.) μουσικό κομμάτι που εκτελείται σιγά και γλυκά.
[ιταλ. piano < γαλλ. piano < pian et forte `απαλά και δυνατά΄ < ιταλ. pianoforte]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιάνο το [pxáno] Ο39 : ογκώδες μουσικό όργανο έγχορδο με πλήκτρα: ~ με ουρά. Mηχανικό ~, πιανόλα. Hλεκτρικό ~. Παίζω ~. Kάθομαι στο ~. Παίξε μας κάτι στο ~. Kουρντίζω το ~. Kοντσέρτο για ~ και ορχήστρα. ~ μπαρ / ρεστοράν, μπαρ, εστιατόριο, όπου υπάρχει και μουσική πιάνου.
πιανάκι το YΠΟKΟΡ. [ιταλ. piano]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιανόλα η [pxanóla] Ο25 : είδος μηχανικού πιάνου (που τα πλήκτρα του μπαίνουν σε κίνηση με αυτόματο μηχανισμό).
[αγγλ. Ρianola σήμα κατατ. < ιταλ. piano (δες πιάνο, το)]