Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πηνίο το [pinío] Ο39 : (ηλεκτρολ.) ηλεκτρικό στοιχείο που αποτελείται από ένα λεπτό, μονωμένο αγωγό (συνήθ. από χάλκινο σύρμα), τυλιγμένο συνήθ. ελικοειδώς (συχνά γύρω από ένα μεταλλικό πυρήνα) και που χρησιμοποιείται για να δημιουργεί μαγνητικό πεδίο κατά τη διέλευση του ρεύματος: Πεπλατυσμένο / σωληνοειδές / κυψελοειδές ~. Επαγωγικό / ραδιοηλεκτρικό ~. ~ εστιάσεων / ταλαντώσεως.
[λόγ. < αρχ. πηνίον `καρούλι, κουβαρίστρα΄ σημδ. γαλλ. bobine]