Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πηλίκον το [pilíkon] & πηλίκο το [pilíko] Ο39 : το αποτέλεσμα της πράξης της διαίρεσης: Tο ~ της διαίρεσης ενός αριθμού με τον εαυτό του είναι η μονάδα. ΦΡ μηδέν* εις το ~. || (ψυχ.) ~ ευφυΐας, η σχέση της διανοητικής προς την πραγματική ηλικία: Yψηλό / χαμηλό ~ ευφυΐας· ΣYN βαθμός ευφυΐας.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. πηλίκος `πόσο μεγάλος;΄ σημδ. γαλλ. quotient (< λατ. quotiens `πόσο μεγάλος;΄)· αποβ. του τελικού [n] για προσαρμ. στη δημοτ.]