Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πηλήκιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πηλήκιο το [pilíkio] Ο42 : είδος στρατιωτικού και παλαιότερα μαθητικού καπέλου με σκληρό γείσο.

[λόγ. πηλήκιον υποκορ. του αρχ. πήληξ `κράνος΄ μτφρδ. γαλλ. casquette]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες