Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πηδηχτός -ή -ό [piδixtós] Ε1 : που γίνεται, που εκτελείται με πηδήματα: ~ χορός. Πηδηχτό βήμα. Ήρθε χαρούμενος και ~, πηδώντας.
πηδηχτά ΕΠIΡΡ. [πηδηκ- (πηδάω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]