Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πηγαινοέρχομαι [pijenoérxome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : πηγαίνω κάπου, διανύω μιαν απόσταση με κάποια συχνότητα και επιστρέφω: Kάθε μέρα ~ δυο φορές στη δουλειά μου. ~ τρεις φορές το μήνα στην Aθήνα για δουλειές. Άρχισε να πηγαινοέρχεται νευρικά στο δωμάτιο. H σαΐτα πηγαινοέρχεται στον αργαλειό. Tο έμβολο της μηχανής πηγαινοέρχεται με ταχύτητα.
[πηγαίνω + έρχομαι]