Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πηγάδι το [piγáδi] Ο44 : 1. βαθύ και σχετικά στενό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος, από το βάθος του οποίου πηγάζει νερό (που αντλείται για πό ση, άρδευση κτλ.): Xείλος / στόμα / πάτος πηγαδιού. Bγάζω / αντλώ νερό από το ~. Aνοίγω / σκάβω ~. Γλίστρησε κι έπεσε μέσα στο ~. Στέρεψε το ~. || Tο στόμα του είναι σαν ~, μεγάλο, που λέει πολλά. ΦΡ στο ~ κατούρησα;, ως παράπονο, διαμαρτυρία κάποιου που δεν τον λαμβάνουν υπόψη, τον μειώνουν, τον αδικούν κτλ. || (επέκτ.) κάθε βαθύ και στενό όρυγμα: Πηγάδια εξόρυξης πετρελαίου, φρέατα. 2. (μτφ., προφ.) το στό μα: Kλείσε το ~ σου και σταμάτα να βρίζεις τους πάντες.
πηγαδάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό πηγάδι. 2. μικρή ομάδα ανθρώπων που συζητούν όρθιοι έχοντας σχηματίσει κύκλο: Οι φίλαθλοι συζητούν στα περίφημα πηγαδάκια της πλατείας Ομονοίας. [μσν. πηγάδι < ελνστ. πηγάδιον υποκορ. του αρχ. πηγή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πηγαδίσιος -α -ο [piγaδísxos] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε πηγάδι, που προέρχεται από αυτό: Πηγαδίσιο νερό.
[πηγάδ(ι) -ίσιος]