Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετυχημένος -η -ο [petiximénos] Ε3 : 1. που έχει διακριθεί στη σταδιοδρομία του ή στο έργο που έχει αναλάβει και στο οποίο έχει αφοσιωθεί· επιτυχημένος: ~ γιατρός / επιχειρηματίας. Είναι μια πετυχημένη μητέρα. || Είναι πολύ ~ κοινωνικά. 2. του οποίου η έκβαση είναι επιθυμητή, που έχει στεφθεί από επιτυχία: Πετυχημένη παράσταση / διαφήμιση / διακόσμηση. Πολύ πετυχημένο το γλυκό / το φόρεμα. 3. για έξυπνη ή σωστή ενέργεια, που γίνεται την κατάλληλη στιγμή: Πετυχημένη κίνηση. Πετυχημένο κόλπο. || Πετυχημένη απάντηση.
πετυχημένα ΕΠIΡΡ. [μππ. του πετυχαίνω]