Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετσοκόβω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετσοκόβω [petsokóvo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. και πετσοκόπηκα, απαρέμφ. και πετσοκοπεί : 1. (οικ.) α. σφάζω κπ. με μεγάλη αγριότητα, με πολλές και βαθιές μαχαιριές· κατασφάζω: Tον πετσόκοψαν με τσεκούρι. Tο πτώ μα του βρέθηκε φριχτά πετσοκομμένο. || Οι βάρβαροι πετσόκοψαν όλο τον πληθυσμό. β. από αδεξιότητα δημιουργώ τραύματα: Πετσοκόφτηκα στο ξύρισμα. Πετσόκοψα τα πόδια μου. γ. κόβω κτ. σε κομμάτια μικρότερα απ΄ ό,τι πρέπει ή σε σημεία που δεν έπρεπε, με αποτέλεσμα να το αχρηστέψω: Tο πετσόκοψες το ύφασμα / το χαρτί. 2. (μτφ.) α. Ο καθηγητής μάς πετσόκοψε στις εξετάσεις, απέρριψε πάρα πολλούς. β. κάνω πολύ μεγάλες, δραστικές περικοπές.

[πετσ(ί) -ο- + κόβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες