Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετσετέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετσετέ [petseté] Ε (άκλ.) : που έχει την υφή πετσέτας: ~ ύφασμα.

[πετσέτ(α) -έ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες