Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετροχημικός ο [petroximikós] Ο17 θηλ. πετροχημικός [petroximikós] Ο34 : επιστήμονας ειδικός στην πετροχημεία.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. πετροχημικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετροχημικός -ή -ό [petroximikós] Ε1 : που είναι σχετικός με την πετροχημεία: Πετροχημική βιομηχανία. Πετροχημικό εργοστάσιο. || (ως ουσ.) τα πετροχημικά, χημικά προϊόντα παράγωγα του πετρελαίου.
[λόγ. < γαλλ. pétrochimique < pétrochim(ie) = πετροχημ(εία) -ique = -ικός]