Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετροκάρβουνο το [petrokárvuno] Ο41 : είδος ορυκτού άνθρακα, γαιάνθρακα, που χρησιμοποιείται ως στερεό καύσιμο· λιθάνθρακας.
[πετρο- 1 + κάρβουνο μτφρδ. του λιθάνθραξ (δες λιθάνθρακας)]