Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετροδολάριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετροδολάριο το [petroδolário] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : ονομασία των δολαρίων που έχουν στην κατοχή τους, που συσσωρεύουν οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες από την πώληση πετρελαίου.

[λόγ. < αγγλ. petrodollars (πληθ.) < petro- = πετρο- 2 + dollar = δολάριο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες