Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετρελαιοφόρος -ος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετρελαιοφόρος -ος / -α -ο [petreleofóros] Ε14 : 1. που περιέχει πετρέλαιο: Πετρελαιοφόρα εδάφη / κοιτάσματα. 2. που μεταφέρει πετρέλαιο: Πετρελαιοφόρο πλοίο. || (ως ουσ.) το πετρελαιοφόρο, το δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ.

[λόγ. πετρελαιο- + -φόρος, μτφρδ.: 1: γαλλ. pétrolifère· 2: γαλλ. pétrolier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες