Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρελαιοπηγή η [petreleopijí] Ο29 : η γεώτρηση και η αντίστοιχη ειδική εγκατάσταση για την άντληση πετρελαίου: Οι πετρελαιοπηγές του Tέξας.
[λόγ. πετρελαιο- + πηγή μτφρδ. αγγλ. oil well]