Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετρελαιοκηλίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετρελαιοκηλίδα η [petreleokilíδa] Ο26 : ποσότητα πετρελαίου που έχει απλωθεί στην επιφάνεια της θάλασσας ή λίμνης ύστερα από διαρροή· κηλίδα πετρελαίου.

[λόγ. πετρελαιο- + κηλίς > κηλίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες