Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρέλαιο το [petréleo] Ο40 : ορυκτός υδρογονάνθρακας σε υγρή μορφή που αποτελεί μια από τις κυριότερες πηγές ενέργειας: Kοιτάσματα πετρελαίου. Εξαντλούνται τα κοιτάσματα πετρελαίου. Άντληση πετρελαίου. Διυλιστήρια πετρελαίου. Aργό ~. Kαθα ρό / ακάθαρτο ~. Φωτιστικό ~. Λάμπα πετρελαίου.
[λόγ. πέτρ(α) + έλαιον μτφρδ. γαλλ. pétrole < μσνλατ. petroleum < αρχ. πέτρ(α) + oleum `λάδι΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρελαιο- [petreleo] & πετρελαιό- [petreleó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & πετρελαι- [petrele], σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : (πρβ. πετρο- 2)· α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρεται στο πετρέλαιο: ~παραγωγή, ~πηγή· πετρελαιόπισσα· ~παραγωγός. 2. είναι κατάλληλο για το πετρέλαιο: πετρελαιαγωγός, ~δεξαμενή· ~φόρο. 3. κινείται με πετρέλαιο: ~κινητήρας, ~μηχανή, ~κίνητος.
[λόγ. θ. της λ. πετρέλαι(ον) -ο- ως α' συνθ. & σε μτφρδ.: πετρελαιο-πηγή < αγγλ. oil-well]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρελαιοειδή τα [petreleoiδí] Ο (βλ. Ε10) : τα προϊόντα που προκύπτουν από την κατεργασία του αργού πετρελαίου.
[λόγ. πετρελαιο- + -ειδή, ουδ. πληθ. του -ειδής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρελαιοκηλίδα η [petreleokilíδa] Ο26 : ποσότητα πετρελαίου που έχει απλωθεί στην επιφάνεια της θάλασσας ή λίμνης ύστερα από διαρροή· κηλίδα πετρελαίου.
[λόγ. πετρελαιο- + κηλίς > κηλίδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρελαιοκίνηση η [petreleokínisi] Ο33 : η κίνηση οχήματος με πετρέλαιο.
[λόγ. πετρελαιο- + κίνη(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρελαιοκινητήρας ο [petreleokinitíras] Ο2 : κινητήρας που λειτουργεί με πετρέλαιο.
[λόγ. πετρελαιο- + κινη(τήρ) -τήρας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρελαιοκίνητος -η -ο [petreleokínitos] Ε5 : για μηχανή που λειτουργεί με πετρέλαιο ή για όχημα που χρησιμοποιεί για καύσιμο πετρέλαιο: Πετρελαιοκίνητο αυτοκίνητο / σκάφος. Πετρελαιοκίνητη αμαξοστοιχία.
[λόγ. πετρελαιο- + -κίνητος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρελαιομηχανή η [petreleomixaní] Ο29 : μηχανή που λειτουργεί με πετρέλαιο.
[λόγ. πετρελαιο- + μηχανή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρελαιοπαραγωγικός -ή -ό [petreleoparaγojikós] Ε1 : που παράγει πετρέλαιο.
[λόγ. πετρελαιοπαραγωγ(ός) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρελαιοπαραγωγός -ός / -ή -ό [petreleoparaγoγós] Ε16 : (λόγ.) πετρελαιοπαραγωγικός: Πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Πετρελαιοπαραγω γά κράτη. || (ως ουσ.) ο πετρελαιοπαραγωγός, ιδιοκτήτης πετρελαιοπηγών.
[λόγ. πετρελαιο- + παραγωγός μτφρδ. αγγλ. oil producing]