Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετράδι το [petráδi] Ο44 : (οικ.) πολύτιμος ή ημιπολύτιμος λίθος: Tα πετράδια του στέμματος.
[μσν. πετράδι(ν) `μικρή πέτρα΄ < πέτρ(α) -άδιν]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. πετράδι(ν) `μικρή πέτρα΄ < πέτρ(α) -άδιν]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |