Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετιμέζι το [petimézi] & πετμέζι το [petmézi] Ο44 : 1. πολύ γλυκό και παχύρρευστο υγρό που παρασκευάζεται κυρίως από το βράσιμο του μούστου. 2. (μτφ.) οτιδήποτε έχει υπερβολικά γλυκιά γεύση: ~ τον έκανες τον καφέ.
[τουρκ. pekmez -ι και με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ. (τροπή [k > t] ;)]